οινόπνευμα

οινόπνευμα
το, -ατος
ό,τι βγαίνει από την απόσταξη του κρασιού, η αλκοόλη, αλλ. σπίρτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οινόπνευμα — το κοινή ονομασία τής χημικής ένωσης αιθυλική αλκοόλη ή αιθανόλη, αλλ. σπίρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πνεῦμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία] …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… …   Dictionary of Greek

  • αιθυλική αλκοόλη — Η αλκοόλη που αντιστοιχεί στο αιθάνιο. Πρόκειται για το υγρό το γνωστό ως οινόπνευμα. Λέγεται και αιθανόλη. Έχει τύπο CΗ3CH2OH (βλ. λ. αλκοόλες, βουταδιένιο, εστέρες, ζύμωση, θερμόμετρο, πετρέλαιο, νάτριο). * * * ή αιθανόλη, η Χημ. το οινόπνευμα …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλ — Βλ. λ. οινόπνευμα. Διάφορα είδη αλκοολούχων ποτών. * * * το διεθνής λέξη που σημαίνει το απόσταγμα τού κρασιού και τών στεμφύλων, δηλαδή το οινόπνευμα τών οινοπνευματούχων ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < alcohol, νεολατιν. επιστημον. όρος < μσν. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οινόπνευμα («οινοπνευματική ζύμωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντ. Δαμασκηνό] …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποίηση — η η μετατροπή διαφόρων υλών με ζύμωση σε οινόπνευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + ποιῶ. Η λ., στον λόγιο τ. οινοπνευματοποίησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”